αγιάζω
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αγιάζω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἁγιάζω < αρχαία ελληνική ἁγίζω
Προφορά 1
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.ʝiˈa.zo/ (επίσημο ύφος)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γι‐ά‐ζω
Ρήμα
[επεξεργασία]αγιάζω, πρτ.: αγίαζα, στ.μέλλ.: θα αγιάσω, αόρ.: αγίασα, παθ.φωνή: αγιάζομαι, π.αόρ.: αγιάσθηκα/αγιάστηκα, μτχ.π.π.: αγιασμένος/ηγιασμένος
- (σε επίσημο ύφος)
- (μεταβατικό) ευλογώ και εξαγνίζω
- (αμετάβατο) ανακηρύσσομαι άγιος
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]με προφορά α-γι-α
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αγιάζω | αγίαζα | θα αγιάζω | να αγιάζω | αγιάζοντας | |
β' ενικ. | αγιάζεις | αγίαζες | θα αγιάζεις | να αγιάζεις | αγίαζε | |
γ' ενικ. | αγιάζει | αγίαζε | θα αγιάζει | να αγιάζει | ||
α' πληθ. | αγιάζουμε | αγιάζαμε | θα αγιάζουμε | να αγιάζουμε | ||
β' πληθ. | αγιάζετε | αγιάζατε | θα αγιάζετε | να αγιάζετε | αγιάζετε | |
γ' πληθ. | αγιάζουν(ε) | αγίαζαν αγιάζαν(ε) |
θα αγιάζουν(ε) | να αγιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αγίασα | θα αγιάσω | να αγιάσω | αγιάσει | ||
β' ενικ. | αγίασες | θα αγιάσεις | να αγιάσεις | αγίασε | ||
γ' ενικ. | αγίασε | θα αγιάσει | να αγιάσει | |||
α' πληθ. | αγιάσαμε | θα αγιάσουμε | να αγιάσουμε | |||
β' πληθ. | αγιάσατε | θα αγιάσετε | να αγιάσετε | αγιάστε | ||
γ' πληθ. | αγίασαν αγιάσαν(ε) |
θα αγιάσουν(ε) | να αγιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αγιάσει | είχα αγιάσει | θα έχω αγιάσει | να έχω αγιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις αγιάσει | είχες αγιάσει | θα έχεις αγιάσει | να έχεις αγιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει αγιάσει | είχε αγιάσει | θα έχει αγιάσει | να έχει αγιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αγιάσει | είχαμε αγιάσει | θα έχουμε αγιάσει | να έχουμε αγιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε αγιάσει | είχατε αγιάσει | θα έχετε αγιάσει | να έχετε αγιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αγιάσει | είχαν αγιάσει | θα έχουν αγιάσει | να έχουν αγιάσει |
|
Προφορά 2
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aˈʝa.zo/ (οικείο ύφος)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γιά‐ζω
Ρήμα
[επεξεργασία]αγιάζω, πρτ.: άγιαζα, στ.μέλλ.: θα αγιάσω, αόρ.: άγιασα, παθ.φωνή: αγιάζομαι, π.αόρ.: αγιάστηκα, μτχ.π.π.: αγιασμένος
- (σε οικείο ύφος)
- (μεταβατικό) ευλογώ
- ⮡ Ο παπάς άγιασε τα νερά.
- (αμετάβατο, ειρωνικό) γίνομαι σαν άγιος (από υπερβολική καλοσύνη, ή βάσανα)
- ⮡ Θ' αγιάσει απ' τα βάσανα και τις κακουχίες.
- (αμετάβατο, ειρωνικό, μεταφορικά) αδυνατίζω, χάνω βάρος
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- ν' αγιάσει το στόμα (σου): επιδοκιμασία των λόγων κάποιου
- ν' αγιάσουν τα κόκαλα (κάποιου): ευχή να είναι ευλογημένος
- σφάξε με αγά μου ν' αγιάσω: δέχομαι αδιαμαρτύρητα τα παθήματα, δεν αντιστέκομαι
Συγγενικά
[επεξεργασία]με προφορά α-για
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αγιάζω | άγιαζα | θα αγιάζω | να αγιάζω | αγιάζοντας | |
β' ενικ. | αγιάζεις | άγιαζες | θα αγιάζεις | να αγιάζεις | άγιαζε | |
γ' ενικ. | αγιάζει | άγιαζε | θα αγιάζει | να αγιάζει | ||
α' πληθ. | αγιάζουμε | αγιάζαμε | θα αγιάζουμε | να αγιάζουμε | ||
β' πληθ. | αγιάζετε | αγιάζατε | θα αγιάζετε | να αγιάζετε | αγιάζετε | |
γ' πληθ. | αγιάζουν(ε) | άγιαζαν αγιάζαν(ε) |
θα αγιάζουν(ε) | να αγιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | άγιασα | θα αγιάσω | να αγιάσω | αγιάσει | ||
β' ενικ. | άγιασες | θα αγιάσεις | να αγιάσεις | άγιασε | ||
γ' ενικ. | άγιασε | θα αγιάσει | να αγιάσει | |||
α' πληθ. | αγιάσαμε | θα αγιάσουμε | να αγιάσουμε | |||
β' πληθ. | αγιάσατε | θα αγιάσετε | να αγιάσετε | αγιάστε | ||
γ' πληθ. | άγιασαν αγιάσαν(ε) |
θα αγιάσουν(ε) | να αγιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αγιάσει | είχα αγιάσει | θα έχω αγιάσει | να έχω αγιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις αγιάσει | είχες αγιάσει | θα έχεις αγιάσει | να έχεις αγιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει αγιάσει | είχε αγιάσει | θα έχει αγιάσει | να έχει αγιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αγιάσει | είχαμε αγιάσει | θα έχουμε αγιάσει | να έχουμε αγιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε αγιάσει | είχατε αγιάσει | θα έχετε αγιάσει | να έχετε αγιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αγιάσει | είχαν αγιάσει | θα έχουν αγιάσει | να έχουν αγιάσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αγιάζομαι | αγιαζόμουν(α) | θα αγιάζομαι | να αγιάζομαι | ||
β' ενικ. | αγιάζεσαι | αγιαζόσουν(α) | θα αγιάζεσαι | να αγιάζεσαι | ||
γ' ενικ. | αγιάζεται | αγιαζόταν(ε) | θα αγιάζεται | να αγιάζεται | ||
α' πληθ. | αγιαζόμαστε | αγιαζόμαστε αγιαζόμασταν |
θα αγιαζόμαστε | να αγιαζόμαστε | ||
β' πληθ. | αγιάζεστε | αγιαζόσαστε αγιαζόσασταν |
θα αγιάζεστε | να αγιάζεστε | (αγιάζεστε) | |
γ' πληθ. | αγιάζονται | αγιάζονταν αγιαζόντουσαν |
θα αγιάζονται | να αγιάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αγιάστηκα | θα αγιαστώ | να αγιαστώ | αγιαστεί | ||
β' ενικ. | αγιάστηκες | θα αγιαστείς | να αγιαστείς | αγιάσου | ||
γ' ενικ. | αγιάστηκε | θα αγιαστεί | να αγιαστεί | |||
α' πληθ. | αγιαστήκαμε | θα αγιαστούμε | να αγιαστούμε | |||
β' πληθ. | αγιαστήκατε | θα αγιαστείτε | να αγιαστείτε | αγιαστείτε | ||
γ' πληθ. | αγιάστηκαν αγιαστήκαν(ε) |
θα αγιαστούν(ε) | να αγιαστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αγιαστεί | είχα αγιαστεί | θα έχω αγιαστεί | να έχω αγιαστεί | αγιασμένος | |
β' ενικ. | έχεις αγιαστεί | είχες αγιαστεί | θα έχεις αγιαστεί | να έχεις αγιαστεί | ||
γ' ενικ. | έχει αγιαστεί | είχε αγιαστεί | θα έχει αγιαστεί | να έχει αγιαστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αγιαστεί | είχαμε αγιαστεί | θα έχουμε αγιαστεί | να έχουμε αγιαστεί | ||
β' πληθ. | έχετε αγιαστεί | είχατε αγιαστεί | θα έχετε αγιαστεί | να έχετε αγιαστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αγιαστεί | είχαν αγιαστεί | θα έχουν αγιαστεί | να έχουν αγιαστεί |
Συγγενικά
[επεξεργασία]με προφορά α-γι-ο ή α-γιο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- αγιάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αγιάζω - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ειρωνικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)