καθαγιάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καθαγιάζω < (ελληνιστική κοινή)
Ρήμα
[επεξεργασία]καθαγιάζω, πρτ.: καθαγίαζα, στ.μέλλ.: θα καθαγιάσω, αόρ.: καθαγίασα, παθ.φωνή: καθαγιάζομαι, μτχ.π.π.: καθαγιασμένος
- καθιστώ κάτι άγιο, του δίνω ιερό χαρακτήρα με ειδική τελετή (πχ ανάγνωση ευχών, ραντισμό κλπ)
- (μεταφορικά) ενεργώ ώστε να θεωρηθεί κάτι απαλλαγμένο από σφάλματα
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καθαγιάζω | καθαγίαζα | θα καθαγιάζω | να καθαγιάζω | καθαγιάζοντας | |
β' ενικ. | καθαγιάζεις | καθαγίαζες | θα καθαγιάζεις | να καθαγιάζεις | καθαγίαζε | |
γ' ενικ. | καθαγιάζει | καθαγίαζε | θα καθαγιάζει | να καθαγιάζει | ||
α' πληθ. | καθαγιάζουμε | καθαγιάζαμε | θα καθαγιάζουμε | να καθαγιάζουμε | ||
β' πληθ. | καθαγιάζετε | καθαγιάζατε | θα καθαγιάζετε | να καθαγιάζετε | καθαγιάζετε | |
γ' πληθ. | καθαγιάζουν(ε) | καθαγίαζαν καθαγιάζαν(ε) |
θα καθαγιάζουν(ε) | να καθαγιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καθαγίασα | θα καθαγιάσω | να καθαγιάσω | καθαγιάσει | ||
β' ενικ. | καθαγίασες | θα καθαγιάσεις | να καθαγιάσεις | καθαγίασε | ||
γ' ενικ. | καθαγίασε | θα καθαγιάσει | να καθαγιάσει | |||
α' πληθ. | καθαγιάσαμε | θα καθαγιάσουμε | να καθαγιάσουμε | |||
β' πληθ. | καθαγιάσατε | θα καθαγιάσετε | να καθαγιάσετε | καθαγιάστε | ||
γ' πληθ. | καθαγίασαν καθαγιάσαν(ε) |
θα καθαγιάσουν(ε) | να καθαγιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καθαγιάσει | είχα καθαγιάσει | θα έχω καθαγιάσει | να έχω καθαγιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις καθαγιάσει | είχες καθαγιάσει | θα έχεις καθαγιάσει | να έχεις καθαγιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει καθαγιάσει | είχε καθαγιάσει | θα έχει καθαγιάσει | να έχει καθαγιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καθαγιάσει | είχαμε καθαγιάσει | θα έχουμε καθαγιάσει | να έχουμε καθαγιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε καθαγιάσει | είχατε καθαγιάσει | θα έχετε καθαγιάσει | να έχετε καθαγιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν καθαγιάσει | είχαν καθαγιάσει | θα έχουν καθαγιάσει | να έχουν καθαγιάσει |
|