hallow
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]hallow (en)
- τιμώ ως άγιο, ιερό, καθαγιασμένο
- καθαγιάζω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]hallow (en)
hallow (en)
hallow (en)