ανεμβολίαστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ανεμβολίαστος
- που δεν έχει εμβολιαστεί
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανεμβολίαστος