εμβολιασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εμβολιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος εμβολιάζω
Μετοχή[επεξεργασία]
εμβολιασμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη εμβολιάζω