υπομονεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υπομονεύω < ελληνιστική κοινή ὑπονομεύω < αρχαία ελληνική ὑπόνομος < ὑπονέμομαι < ὑπό + νέμω
Ρήμα
[επεξεργασία]υπομονεύω (παθητική φωνή: υπονομεύομαι)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- υπονόμευση
- υπονομευτής
- υπονομευτικά
- υπονομευτικός
- υπονομεύτρια
- → δείτε τις λέξεις υπό και νέμω