νέμω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νέμω < (λόγιο) αρχαία ελληνική νέμω
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
νέμω, αόρ.: ένειμα, παθ.φωνή: νέμομαι, κυρίως σε σύνθετα ρήματα
- (αρχαιοπρεπές)[1]
- κατανέμω, διανέμω, μοιράζω
- (νομική) έχω στην κατοχή μου εκμεταλλεύομαι ένα πράγμα
- (κακόσημο) εκμεταλλεύομαι με τρόπο παράνομο ή καταχρηστικό
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
και δείτε τα παράγωγά τους
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νέμω
[επεξεργασία]
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Β΄ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νέμω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *nem-
Ρήμα[επεξεργασία]
νέμω
- διανέμω, μοιράζω
- απονέμω, προσφέρω
- έχω, κατέχω
- κατοικώ
- (μεταφορικά) κρίνω, νομίζω
- (αναφερόμενος σε ζώα) βόσκω
- (αναφερόμενος σε πόλη) καταστρέφω, καίω
[επεξεργασία]
σύνθετα:
άλλα: (και δείτε τα συγγενικά τους)
Κλίση[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- νέμω στην Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012.
- «νέμω» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Λόγιοι διαχρονικοί δανεισμοί από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Αρχαιοπρεπείς όροι (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Νομική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ρήματα (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)