κατανομή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κατανομή | οι | κατανομές |
γενική | της | κατανομής | των | κατανομών |
αιτιατική | την | κατανομή | τις | κατανομές |
κλητική | κατανομή | κατανομές | ||
όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατανομή < κατανέμω + -ή, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική répartition
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.ta.noˈmi/
- συλλαβισμός : κα‐τα‐νο‐μή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κατανομή θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κατανέμω
- το ακριβές μοίρασμα
- διαχωρισμός και τοποθέτηση σε κάποιο χώρο
[επεξεργασία]
→ και δείτε τις λέξεις κατανέμω, κατά και νέμω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κατανομή
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | κατανομή | κατανομά | κατανομαί |
Γενική | κατανομῆς | κατανομαῖν | κατανομῶν |
Δοτική | κατανομῇ | κατανομαῖν | κατανομαῖς |
Αιτιατική | κατανομήν | κατανομά | κατανομάς |
Κλητική | κατανομή | κατανομά | κατανομαί |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατανομή < αρχαία ελληνική κατανέμω + ' -ή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κατανομή θηλυκό
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή'
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή