distribution

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˌdɪstɹəˈbjuːʃən/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

distribution (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η κατανομή, η μοιρασιά, η διανομή, η ενέργεια του να κατανέμω ή του να μοιράζω
    Social welfare depends as much on the size of the national income as on its method of distribution.
    Η κοινωνική ευημερία εξαρτάται τόσο από το μέγεθος του εθνικού εισοδήματος όσο και από τον τρόπο κατανομής του.
  2. (λογιστική) η διάθεση (εμπορευμάτων, προϊόντων)
    distribution expenses - έξοδα διάθεσης
  3. (λογισμικό) διανομή συλλογής εφαρμογών (λογισμικού), η διαδικασία της διανομής
    συντομογραφία: (συλλογής εφαρμογών) distro
    ※  Pick the right version accordingly to your Windows distribution.

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Επίθετο[επεξεργασία]

distribution (fr) θηλυκό