Verteilung
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Verteilung | die | Verteilungen |
γενική | der | Verteilung | der | Verteilungen |
δοτική | der | Verteilung | den | Verteilungen |
αιτιατική | die | Verteilung | die | Verteilungen |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Verteilung (de) θηλυκό