der
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]πτώση | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | πληθυντικός |
---|---|---|---|---|
ονομαστική | der | die | das | die |
γενική | des | der | des | der |
δοτική | dem | der | dem | den |
αιτιατική | den | die | das | die |
Προφορά
[επεξεργασία]Άρθρο
[επεξεργασία]der (de)
- ο, ονομαστική ενικού του αρσενικού
- της, γενική ενικού του θηλυκού
- στην, δοτική ενικού του θηλυκού
- των
Αντωνυμία
[επεξεργασία]der (de)
Δανικά (da)
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]der (da)
Νορβηγικά (no)
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]der (no)