εκείνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | εκείνος | εκείνη | εκείνο |
γενική | εκείνου | εκείνης | εκείνου |
αιτιατική | εκείνο | εκείνη | εκείνο |
κλητική | εκείνε | εκείνη | εκείνο |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | εκείνοι | εκείνες | εκείνα |
γενική | εκείνων | εκείνων | εκείνων |
αιτιατική | εκείνους | εκείνες | εκείνα |
κλητική | εκείνοι | εκείνες | εκείνα |
Στη γενική αναφέρεται και εκεινού (αρσενικό) / εκεινής (θηλυκό) |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκείνος < αρχαία ελληνική ἐκεῖνος (αναδρομικός σχηματισμός) < ἐ- + πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱe (δεικτικό μόριο: εδώ) + *h₁enos (εκείνος) (< *h₁é)
Προφορά[επεξεργασία]
Αντωνυμία[επεξεργασία]
εκείνος, -η, -ο
- δεικτική αντωνυμία που χρησιμοποιείται για να δείξουμε κάτι που δεν είναι πολύ κοντά μας, τοπικά ή χρονικά