ça

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Ca, ca, çà

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ça < άλλη μορφή, συντομευμένη, του cela

Προφορά[επεξεργασία]

 

Αντωνυμία[επεξεργασία]

ça (fr)

  1. (οικείο) αυτό
  2. (σκωπτικό) χρησιμοποιείται γενικά μιλώντας για πολλά άτομα
  3. το σεξ, η ερωτική επαφή

Επιφώνημα[επεξεργασία]

ça (fr)

  1. χρησιμοποιείται στην αρχή πρότασης που εκφράζει τον θαυμασμό, την απορία, κ.α.
    ça alors ! ! /ça, par exemple ! - άλλο πάλι κι ετούτο! δεν είμαστε καλά! απίστευτο! ...

Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]