cela
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Αντωνυμία[επεξεργασία]
cela (fr)
- εκείνο (λέγεται για κάτι που είναι πιο μακρυά από κάτι άλλο για το οποίο μόλις μιλήσαμε)
- αυτό
- εκφράζει ένα άτομο, συνήθως με περιφρόνηση ή οίκτο
Τσεχικά (cs)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cela (cs) θηλυκό
- το κελί