cela

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: cella

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

cela < ce +

Προφορά[επεξεργασία]

 

Αντωνυμία[επεξεργασία]

cela (fr)

  1. εκείνο (λέγεται για κάτι που είναι πιο μακρυά από κάτι άλλο για το οποίο μόλις μιλήσαμε)
     αντώνυμα: ceci
  2. αυτό
  3. εκφράζει ένα άτομο, συνήθως με περιφρόνηση ή οίκτο



Τσεχικά (cs)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

cela (cs) θηλυκό

  1. το κελί