βόσκηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βόσκηση οι βοσκήσεις
      γενική της βόσκησης* των βοσκήσεων
    αιτιατική τη βόσκηση τις βοσκήσεις
     κλητική βόσκηση βοσκήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, βοσκήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βόσκηση < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βόσκηση θηλυκό

  1. η ενέργεια του βόσκω· βοσκή
  2. η αναζήτηση και κατανάλωση τροφής, από τα χορτοφάγα ζώα· βόσκημα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]