βοσκήσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
βοσκήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βόσκω
- θα βοσκήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βόσκω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
βοσκήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του βόσκηση