νέμομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νέμομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νέμομαι (κατέχω),[1][2] μεσοπαθητική φωνή του νέμω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈne.mo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νέ‐μο‐μαι
Ρήμα[επεξεργασία]
νέμομαι, μόνο στο ενεστωτικό θέμα (ελλειπτικό ρήμα), αρχαιοπρεπές το ενεργητικό νέμω
- (νομικός όρος) έχω τη νομή ενός πράγματος, το δικαίωμα της εκμετάλλευσης ενός περιουσιακού στοιχείου (χωρίς κατ' ανάγκη να έχω και την πλήρη κυριότητά του
- καρπώνομαι, χωρίς να το δικαιούμαι, τα οικονομικά οφέλη από εκμετάλλευση αγαθού που δεν είναι δικό μου
- (κακόσημο) εκμεταλλεύομαι προς ίδιον όφελος, τις δυνατότητες που μου παρέχει μια θέση (την οποία υπηρετώ)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη νομή
Κλίση[επεξεργασία]
- → λείπει η κλίση ενεστώτας, παρατατικός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
έχω τη νομή
|
(άλλες σημασίες
→ δείτε τις λέξεις καρπώνομαι και εκμεταλλεύομαι |
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ νέμομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ νέμομαι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023)
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ελλειπτικά ρήματα (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Κακόσημες σημασίες όρων (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)