μέλλον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μέλλον | τα | μέλλοντα |
γενική | του | μέλλοντος | των | μελλόντων |
αιτιατική | το | μέλλον | τα | μέλλοντα |
κλητική | μέλλον | μέλλοντα | ||
Κατηγορία όπως «μέλλον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈme.lon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μέλ‐λον
- ομόηχο: μέλλων
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μέλλον ουδέτερο
- το χρονικό διάστημα μετά το παρόν, ο χρόνος που ακολουθεί μετά την παρούσα χρονική στιγμή
- Στο μέλλον προσπάθησε να είσαι πιο συνεπής!
- η εξέλιξη κάποιου, μετά το χρονικό σημείο αναφοράς
- Το μέλλον του διαγράφεται λαμπρό.
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μέλλον
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
μέλλον