προοπτική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προοπτική < (μαρτυρείται από το 1857) απόδοση του γαλλικού perspective, ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του αρχαία ελληνική προοπτικός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]προοπτική θηλυκό
- τεχνική απεικόνισης αντικειμένων ώστε να φαίνονται όπως τα βλέπει ένας παρατηρητής από συγκεκριμένο σημείο
- (τέχνη) η απόδοση αντικειμένου ή τόπου με την παραπάνω τεχνική ώστε να φαίνονται τρισδιάστατα
- θεώρηση μιας κατάστασης από κάποια απόσταση χρονικά
- για να μελετηθεί η εποχή μας χρειάζεται προοπτική
Ομώνυμα / Ομόηχα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προοπτική