προοπτικών
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]προοπτικών
- γενική πληθυντικού του προοπτικός
- γενική πληθυντικού του προοπτική
- γενική πληθυντικού του προοπτικό