μεταφέρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεταφέρω < αρχαία ελληνική μεταφέρω < μετά + φέρω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /mε.ta.ˈfε.ɾɔ/
Ρήμα[επεξεργασία]
μεταφέρω (παθητική φωνή: μεταφέρομαι)
- μετακινώ κάτι ή κάποιον από έναν τόπο σε άλλο ή από ένα σημείο σε άλλο, κυριολεκτικά ή νοερά
- γνωστοποιώ
- δίνω, διαβιβάζω
- (μεταφορικά) διασκευάζω λογοτεχνικό έργο, ώστε να παιχτεί στο θέατρο, κινηματογράφο κ.λπ.
[επεξεργασία]
- αερομεταφερόμενος
- αερομεταφορά
- αερομεταφορέας
- μεταφερμένος
- αμετάφερτος
- μεταφερόμενος
- μεταφορά
- μεταφορέας
- μεταφορικά
- μεταφορική
- μεταφορικός
- → δείτε τις λέξεις μετά και φέρω
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μεταφέρω | μετέφερα | θα μεταφέρω | να μεταφέρω | μεταφέροντας | |
β' ενικ. | μεταφέρεις | μετέφερες | θα μεταφέρεις | να μεταφέρεις | μετάφερε | |
γ' ενικ. | μεταφέρει | μετέφερε | θα μεταφέρει | να μεταφέρει | ||
α' πληθ. | μεταφέρουμε | μεταφέραμε | θα μεταφέρουμε | να μεταφέρουμε | ||
β' πληθ. | μεταφέρετε | μεταφέρατε | θα μεταφέρετε | να μεταφέρετε | μεταφέρετε | |
γ' πληθ. | μεταφέρουν(ε) | μετέφεραν μεταφέραν(ε) |
θα μεταφέρουν(ε) | να μεταφέρουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μετέφερα | θα μεταφέρω | να μεταφέρω | μεταφέρει | ||
β' ενικ. | μετέφερες | θα μεταφέρεις | να μεταφέρεις | μετάφερε | ||
γ' ενικ. | μετέφερε | θα μεταφέρει | να μεταφέρει | |||
α' πληθ. | μεταφέραμε | θα μεταφέρουμε | να μεταφέρουμε | |||
β' πληθ. | μεταφέρατε | θα μεταφέρετε | να μεταφέρετε | μεταφέρτε | ||
γ' πληθ. | μετέφεραν μεταφέραν(ε) |
θα μεταφέρουν(ε) | να μεταφέρουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μεταφέρει | είχα μεταφέρει | θα έχω μεταφέρει | να έχω μεταφέρει | ||
β' ενικ. | έχεις μεταφέρει | είχες μεταφέρει | θα έχεις μεταφέρει | να έχεις μεταφέρει | έχε μεταφερμένο | |
γ' ενικ. | έχει μεταφέρει | είχε μεταφέρει | θα έχει μεταφέρει | να έχει μεταφέρει | ||
α' πληθ. | έχουμε μεταφέρει | είχαμε μεταφέρει | θα έχουμε μεταφέρει | να έχουμε μεταφέρει | ||
β' πληθ. | έχετε μεταφέρει | είχατε μεταφέρει | θα έχετε μεταφέρει | να έχετε μεταφέρει | έχετε μεταφερμένο | |
γ' πληθ. | έχουν μεταφέρει | είχαν μεταφέρει | θα έχουν μεταφέρει | να έχουν μεταφέρει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) μεταφερμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) μεταφερμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) μεταφερμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) μεταφερμένο |