transfer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
transfer (en)
- (μεταβατικό) μεταφέρω
- (μεταβατικό) μεταθέτω υπάλληλο
- (αθλητισμός) μεταγράφω
- ↪ In the middle of the last season, he transferred to another team.
- Στο μέσο της τελευταίας σεζόν μεταγράφηκε σε άλλη ομάδα.
- ↪ In the middle of the last season, he transferred to another team.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
transfer (en)
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- (πληροφορική) data transfer rate
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
transfer (ro)