διαβιβάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διαβιβάζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαβιβάζω < δια- + βιβάζω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ði̯a.viˈva.zo/ & /ðʝa.viˈva.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐βι‐βά‐ζω
Ρήμα
[επεξεργασία]διαβιβάζω, αόρ.: διαβίβασα, παθ.φωνή: διαβιβάζομαι, π.αόρ.: διαβιβάστηκα
- στέλνω μήνυμα, έγγραφο, πληροφορίες σε κάποιον μέσω άλλου προσώπου, άλλης οργάνωσης (πχ. υπηρεσίας), κλπ.
- ⮡ ο αξιωματικός διαβίβασε υπηρεσιακό έγγραφο προς τους αρμόδιους, ζητώντας να πάρουν τα εξής μέτρα...
- μεταδίδω πληροφορίες, μήνυμα κλπ. εκ μέρους κάποιου
- ⮡ ο εκπρόσωπος της οργάνωσης διαβίβασε τους χαιρετισμούς του προέδρου της στο ακροατήριο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- διαβιβάζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διαβιβάζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα δια- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα δια- (αρχαία ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)