porto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
porto (it)
- το λιμάνι
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- porto < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *per- (μεταφέρω)
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
porto (la) (portō1, portāvī, portātum, portāre)
Κλίση[επεξεργασία]
Α' συζυγία (porto, portavi, portatum, portare)
|
Πηγές[επεξεργασία]
- «porto» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.