porto

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

ενικός πληθυντικός
porto porti

Ετυμολογία [επεξεργασία]

porto < λατινική portus

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

porto (it)



Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

porto < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *per- (μεταφέρω)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈpor.toː/
 

Ρήμα[επεξεργασία]

porto (la) (portō1, portāvī, portātum, portāre)

Κλίση[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]

ενικός πληθυντικός
porto portos

Ετυμολογία [επεξεργασία]

porto < λατινική portus

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

porto (pt)