λιμάνι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λιμάνι | τα | λιμάνια |
γενική | του | λιμανιού | των | λιμανιών |
αιτιατική | το | λιμάνι | τα | λιμάνια |
κλητική | λιμάνι | λιμάνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λιμάνι < (άμεσο δάνειο) τουρκική liman[1] < μεσαιωνική ελληνική λιμένι(ν) (αντιδάνειο) < ελληνιστική κοινή λιμένιον < αρχαία ελληνική λιμήν
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /liˈma.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λι‐μά‐νι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λιμάνι ουδέτερο
- περιοχή παραθαλάσσια (ή παραλίμνια ή παραποτάμια) που επιτρέπει παραμονή πλοίων:
- για προστασία από καιρικές συνθήκες
- ※ Πρόσκρουση πρυμνοδετημένων πλοίων στο λιμάνι Κερατσινίου. (*)
- για φορτοεκφορτώσεις εμπορευμάτων
- για επιβιβάσεις και αποβιβάσεις ανθρώπων (πληρώματος ή επιβατών)
- για τροφοδοσία και εφοδιασμό
- για επισκευές
- για προστασία από καιρικές συνθήκες
- (μεταφορικά) το καταφύγιο
- είσαι το λιμάνι μου
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λιμάνι
|
- ↑ λιμάνι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)