haven

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
haven havens

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

haven (en)

  1. το καταφύγιο, ένα μέρος ασφαλές και γαλήνιο όπου προστατεύονται άνθρωποι ή ζώα
    ⮡  The city became a haven for outlaws.
    Η πόλη έγινε καταφύγιο παρανόμων.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη refuge
  2. (σπάνιο) το λιμάνι
     συνώνυμα: port



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

haven (nl)