επιβιβάσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]επιβιβάσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιβιβάζω
- θα επιβιβάσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιβιβάζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]επιβιβάσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επιβίβαση