porti

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ρήμα porti
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας portas portanta portata
αόριστος portis portinta portita
μέλλοντας portos portonta portota
υποθετική portus - -
προστακτική portu - -

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
porti < port- + -i

Προφορά

[επεξεργασία]
 

porti (eo)



Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

porti (io)



Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

porti (it)