Μετάβαση στο περιεχόμενο

portos

Από Βικιλεξικό

Εσπεράντο (eo)

[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

portos (eo)

  • μέλλοντας του ρήματος porti



Πορτογαλικά (pt)

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

portos (pt) αρσενικό