μεταφορικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεταφορικά < μεταφορικός + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
μεταφορικά
- με τρόπο μεταφορικό
- μιλώντας μεταφορικά
Αντώνυμα[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | μεταφορικά | ||
γενική | των | μεταφορικών | ||
αιτιατική | τα | μεταφορικά | ||
κλητική | μεταφορικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μεταφορικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μη κυριολεκτικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
μεταφορικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μεταφορικό
Κατηγορίες:
- Λέξεις με επίθημα -ά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)