κόστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κότσος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κόστος τα κόστη
      γενική του κόστους των (κοστών)
    αιτιατική το κόστος τα κόστη
     κλητική κόστος κόστη
Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη / κακόηχη
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κόστος < (άμεσο δάνειο) ιταλική costo < λατινική consto < consisto < con + sisto < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *stísteh₂- < *steh₂-

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈko.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κό‐στος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κόστος ουδέτερο

  1. η αξία αντικειμένου ή υπηρεσίας, η δαπάνη για την απόκτηση ενός αντικειμένου
    το κόστος κατασκευής της πολυκατοικίας ήταν υψηλό
  2. η αξία σε χρήμα ενός αντικειμένου, πριν προστεθεί σε αυτήν το κέρδος του μεταπωλητή
    όλα τα εμπορεύματά μας σε τιμές κόστους
  3. (μεταφορικά) η αρνητική συνέπεια ενός γεγονότος
    το κόστος της ηχορρύπανσης

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

στην οικονομική επιστήμη:

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]