κόστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κόστος | τα | κόστη |
γενική | του | κόστους | των | (κοστών) |
αιτιατική | το | κόστος | τα | κόστη |
κλητική | κόστος | κόστη | ||
Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη / κακόηχη | ||||
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κόστος < (άμεσο δάνειο) ιταλική costo < λατινική consto < consisto < con + sisto < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *stísteh₂- < *steh₂-
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈko.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κό‐στος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κόστος ουδέτερο
- η αξία αντικειμένου ή υπηρεσίας, η δαπάνη για την απόκτηση ενός αντικειμένου
- το κόστος κατασκευής της πολυκατοικίας ήταν υψηλό
- η αξία σε χρήμα ενός αντικειμένου, πριν προστεθεί σε αυτήν το κέρδος του μεταπωλητή
- όλα τα εμπορεύματά μας σε τιμές κόστους
- (μεταφορικά) η αρνητική συνέπεια ενός γεγονότος
- το κόστος της ηχορρύπανσης
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]- ακοστολόγητα
- ακοστολόγητος
- ανακοστολογημένος
- ανακοστολόγηση
- ανακοστολογώ
- κοστοβόρος
- κοστολογημένος
- κοστολόγηση
- κοστολόγιο
- κοστολόγος
- κοστολογώ
- προκοστολόγηση
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]στην οικονομική επιστήμη:
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δάσος' με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)