consto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
consto (la)
- στέκομαι μαζί (με κάποιον ή κάτι)
- συγκρατώ, κρατώ σταθερά
- συμφωνώ
- ταιριάζω
- μένω αμετακίνητος, αμετάβλητος, σταθερός
- υπομένω, επιμένω
- διαμένω
[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- νέα ελληνική: Κωνσταντίνος, Κωνσταντίνα
- νέα ελληνική: κωνσταντινάτο
- νέα ελληνική: Κωνστάντιος
- νέα ελληνική: Κώστας
Κλίση[επεξεργασία]
Α' συζυγία (consto, constiti, constatum, constare)
|