διαμένω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαμένω < αρχαία ελληνική διαμένω < διά + μένω ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική résider)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ði.a.ˈmε.nɔ/ και /ðʝa.ˈmε.nɔ/
Ρήμα[επεξεργασία]
διαμένω
[επεξεργασία]
- διαμένων
- διαμονή
- διαμονητήριο
- → δείτε τις λέξεις διά και μένω
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διαμένω | διέμενα | θα διαμένω | να διαμένω | διαμένοντας | |
β' ενικ. | διαμένεις | διέμενες | θα διαμένεις | να διαμένεις | διάμενε | |
γ' ενικ. | διαμένει | διέμενε | θα διαμένει | να διαμένει | ||
α' πληθ. | διαμένουμε | διαμέναμε | θα διαμένουμε | να διαμένουμε | ||
β' πληθ. | διαμένετε | διαμένατε | θα διαμένετε | να διαμένετε | διαμένετε | |
γ' πληθ. | διαμένουν(ε) | διέμεναν διαμέναν(ε) |
θα διαμένουν(ε) | να διαμένουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διέμεινα | θα διαμείνω | να διαμείνω | διαμείνει | ||
β' ενικ. | διέμεινες | θα διαμείνεις | να διαμείνεις | διάμεινε | ||
γ' ενικ. | διέμεινε | θα διαμείνει | να διαμείνει | |||
α' πληθ. | διαμείναμε | θα διαμείνουμε | να διαμείνουμε | |||
β' πληθ. | διαμείνατε | θα διαμείνετε | να διαμείνετε | διαμείντε | ||
γ' πληθ. | διέμειναν διαμείναν(ε) |
θα διαμείνουν(ε) | να διαμείνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διαμείνει | είχα διαμείνει | θα έχω διαμείνει | να έχω διαμείνει | ||
β' ενικ. | έχεις διαμείνει | είχες διαμείνει | θα έχεις διαμείνει | να έχεις διαμείνει | ||
γ' ενικ. | έχει διαμείνει | είχε διαμείνει | θα έχει διαμείνει | να έχει διαμείνει | ||
α' πληθ. | έχουμε διαμείνει | είχαμε διαμείνει | θα έχουμε διαμείνει | να έχουμε διαμείνει | ||
β' πληθ. | έχετε διαμείνει | είχατε διαμείνει | θα έχετε διαμείνει | να έχετε διαμείνει | ||
γ' πληθ. | έχουν διαμείνει | είχαν διαμείνει | θα έχουν διαμείνει | να έχουν διαμείνει |
|