Μετάβαση στο περιεχόμενο

abide

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας abide
γ΄ ενικό ενεστώτα abides
αόριστος abode, abided
παθητική μετοχή abode, abided, abidden
ενεργητική μετοχή abiding
αγγλικά ανώμαλα ρήματα
O τύπος abidden, σπάνιος.

abide (en)

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • abide by:τηρώ
  • can’t abide: δεν ανέχομαι/αντέχω