διαμένων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | διαμένων | η | διαμένουσα | το | διαμένον |
γενική | του | διαμένοντος & διαμένοντα1 |
της | διαμένουσας & διαμενούσης* |
του | διαμένοντος |
αιτιατική | τον | διαμένοντα | τη | διαμένουσα | το | διαμένον |
κλητική | διαμένων | διαμένουσα | διαμένον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | διαμένοντες | οι | διαμένουσες | τα | διαμένοντα |
γενική | των | διαμενόντων | των | διαμενουσών | των | διαμενόντων |
αιτιατική | τους | διαμένοντες | τις | διαμένουσες | τα | διαμένοντα |
κλητική | διαμένοντες | διαμένουσες | διαμένοντα | |||
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον 1 νεότερος τύπος * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διαμένων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαμένων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος διαμένω < διά + μένω
Μετοχή
[επεξεργασία]διαμένων, -ουσα, -ον
- (λόγιο) που διαμένει / κατοικεί κάπου, χωρίς να προσδιορίζεται αν του ανήκει η γη, το κτίσμα ή ο τόπος
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως η ομάδα 'τρέχων' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'απάδων' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μετοχές ενεργητικού ενεστώτα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)