sto

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Βοσνιακά (bs)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

sto (bs)

Συνώνυμα[επεξεργασία]



Κροατικά (hr)[επεξεργασία]

Αριθμητικό[επεξεργασία]

sto (hr)



Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

sto < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *steh₂-, συγγενή: (λατινικά) sisto, (σανσκριτικά) तिष्ठति (tíṣṭhati) (ρίζα √sthā), (αρχαία ελληνικά) ἵστημι, το παλαιοαγγλικό standan ((αγγλικά) stand), (βουλγαρικά) стоя...

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /stoː/
 

Ρήμα[επεξεργασία]

sto (la)

Κλίση[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Αριθμητικό[επεξεργασία]

sto (pl)

Συγγενικά[επεξεργασία]



Σερβικά (sr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

sto (sr)

  • λατινική γραφή του сто



Τσεχικά (cs)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Αριθμητικό[επεξεργασία]

sto (cs)

Συγγενικά[επεξεργασία]