μαζί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαζί < μεσαιωνική ελληνική μαζίν < αρχαία ελληνική μαζίον, υποκοριστικό του μᾶζα
Επίρρημα[επεξεργασία]
μαζί
- (τοπικά) όχι μόνος, από κοινού, αντάμα, στο ίδιο μέρος
- (χρονικά) την ίδια στιγμή, ταυτόχρονα, συγχρόνως
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- μαζί δεν κάνουμε και χώρια δεν μπορούμε: για ανθρώπους που τσακώνονται διαρκώς, αλλά δεν μπορούν να ζήσουν απομακρυσμένοι
- μαζί μιλάμε και χώρια καταλαβαίνουμε: για ανθρώπους που δεν μπορούν να καταλάβουν ο ένας τον άλλο
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- γραφές σε παλιά κείμενα: μαζῆ, μαζύ που οφείλονταν σε σφαλερές ετυμολογήσεις
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαζί
|