ανακοστολόγηση
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ανακοστολόγηση | οι | ανακοστολογήσεις |
| γενική | της | ανακοστολόγησης* | των | ανακοστολογήσεων |
| αιτιατική | την | ανακοστολόγηση | τις | ανακοστολογήσεις |
| κλητική | ανακοστολόγηση | ανακοστολογήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ανακοστολογήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανακοστολόγηση < ανα- + κοστολόγηση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ανακοστολόγηση θηλυκό
- (νεολογισμός) η εκ νέου κοστολόγηση
- Εμπλοκή παρουσιάστηκε στην εκταμίευση της υποδόσης του 1 δισ. ευρώ, καθώς παραμένει μια εκκρεμότητα στο θέμα της ανακοστολόγησης των διαγνωστικών εξετάσεων. (*)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανακοστολόγηση
|
|