ανα-

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀνα-, ανά, ἀνά

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐να-

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

ανα- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀνα- < πρόθεση ἀνά[1]

Πρόθημα[επεξεργασία]

ανα-, ανά- και αν-, άν- πριν από φωνήεν κυρίως σε παλιότερες παραγωγές
πρόθημα

  1. που δηλώνει τόπο, κατεύθυνση προς τα πάνω, ή ανώτερο στάδιο ιεραρχικά ή τοπικά
    αναδύομαι, ανακρίνω
  2. επιτατικό
    ανακράζω
  3. με υποκοριστική σημασία
    ανάλαφρος
  4. που δηλώνει επανάληψη (ξανα-, επαν-)
    αναβαθμίζω

Παράγωγα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]


Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

ανα- < μορφή του στερητικού α- πριν από σύμφωνα

Πρόθημα[επεξεργασία]

ανα- ή ανά-

Παράγωγα[επεξεργασία]

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]