coût
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
coût | coûts |
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]coût (fr) αρσενικό
Πηγές
[επεξεργασία]- coût - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online
- coût - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé