Μετάβαση στο περιεχόμενο

coup

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
coup coups

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ku/ (όπως στο γαλλικό coup, για τον ενικό και τον πληθυντικό)
ομόηχο: coo

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

coup (en)



      ενικός         πληθυντικός  
coup coups

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
coup < (κληρονομημένο) παλαιά γαλλική colp / cop < δημώδης λατινική *colpus < λατινική colaphus < αρχαία ελληνική κόλαφος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ku/ (για τον ενικό και τον πληθυντικό)
 
ομόηχα:  cou, cous, coud, couds, coup, coups, coût και coûts

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

coup (fr) αρσενικό

  1. το χτύπημα
  2. η εκπυρσοκρότηση
      coup de canon - κανονιοβολισμός
      coup de feu - πυροβολισμός
  3. απότομη κίνηση ανθρώπου ή ζώου, χτύπημα χωρίς σκοπό να πληγωθεί κάποιος
      coup d'aile - φτερούγισμα
      coup de genou - κίνηση/χτύπημα με το γόνατο
  4. κάτι που συμβαίνει ξαφνικά αλλά τυχαία
      coup de chance - ξαφνική τύχη

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

σχετικές με την έννοια χτύπημα

σχετικές με την έννοια ξαφνική τύχη

άλλες έννοιες

Συγγενικά

[επεξεργασία]