οικείος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
![]() |
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οικείος < αρχαία ελληνική οἰκεῖος < οἶκος < ϝοῖκος < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *woyḱos / *wéyḱs
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
οικείος, -α, -ο
- ο έχων στενή σχέση με κάποιον ή κάτι
- γνωστός, γνώριμος
- μέλος οικογενειακού περιβάλλοντος (συνήθως στον πληθυντικό)
- σχετικός, παρόμοιος, ανάλογος
[επεξεργασία]
- ανοίκειος
- εξοικειώνω
- εξοικείωση
- οικειοθελής
- οικειοποίηση
- οικειοποιούμαι
- οικειότητα
- οικείωση
- προσοικειώνω
- προσοικείωση
- και → δείτε τη λέξη: οίκος