στενός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στενός < αρχαία ελληνική στενός
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
στενός
- που έχει μικρό πλάτος
- (μεταφορικά) περιορισμένος
- στενοί ορίζοντες, με τη στενή έννοια
- κοντινός
- στενοί φίλοι
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στενός
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στενός < ομόρριζο με στείνω και στεῖνος, παραθετικά: στενότερος, στενότατος
Επίθετο[επεξεργασία]
στενός, ή, όν και ιωνικός τύπος στεινός
- ό,τι και στη νεοελληνική, στενός, συγκεκλεισμένος, περιορισμένος
- λιγοστός
- λεπτός αδύνατος
- δύσκολος
- τά στενά' : στενή δίοδος, πέρασμα
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
- στενολέσχης
- στενολεσχέω
- στενόπορθμος,-ον
- στενόπορος,-ον
- στενοπορία
- στενόστομος,-ον
- στενόχωρος,-ον
- στενοχωρέω
- στενοχωρία
- στενωπός,-όν και ιωνικός τύπος στεινωπός,-όν