στεῖνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στεῖνος < στείνω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τό στεῖνος,-εος
- στενό πέρασμα, στενός τόπος
- στενοχώρια, δυσκολία
τό στεῖνος,-εος