close
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | close |
συγκριτικός | closer |
υπερθετικός | closest |
close (en)
- είμαι δεμένος με κάποιον
- ↪ He is very close to his mother.
- Είναι πολύ δεμένος με τη μητέρα μου.
- ↪ He is very close to his mother.
Επίρρημα[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | close |
συγκριτικός | closer |
υπερθετικός | closest |
close (en)
[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 211. ISBN 9780194325684., λήμμα: δένω
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
close | closes |
close (fr)