close
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | close |
γ΄ ενικό ενεστώτα | closes |
αόριστος | closed |
παθητική μετοχή | closed |
ενεργητική μετοχή | closing |
close (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) κλείνω, βάζω στο άνοιγμα κάτι που να εμποδίζει την επικοινωνία ενός εσωτερικού χώρου με το εξωτερικό του περιβάλλον
- (μεταβατικό και αμετάβατο) κλείνω, τοποθετώ εμπόδιο, έτσι ώστε να παρεμποδίζω τη διέλευση
- (μεταβατικό και αμετάβατο) κλείνω, για επιχείρηση κτλ. που σταματά προσωρινά να λειτουργεί
What time do you close?
- Τι ώρα κλείνετε;
The shops close at two (o’clock).
- Τα καταστήματα κλείνουν στις δύο (η ώρα.)
The schools close during the summer months.
- Τα σχολεία κλείνουν τους καλοκαιρινούς μήνες.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) κλείνω, για επιχείρηση κτλ. που σταματά μόνιμα να λειτουργεί
Due to the economic crisis, many factories/stores closed.
- Λόγω της οικονομικής κρίσης έκλεισαν πολλά εργοστάσια/μαγαζιά.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε το phrasal verb close down
- (μεταβατικό και αμετάβατο) κλείνω, τελειώνω
With your graduation from school, an important chapter of your life closes.
- Με την αποφοίτησή σας από το σχολείο κλείνει ένα σημαντικό κεφάλαιο της ζωής σας.
The celebration closed with the National Anthem.
- Η γιορτή έκλεισε με τον Εθνικό Ύμνο.
- (μεταβατικό) κλείνω, κανονίζω μια επιχειρηματική συμφωνία
He closed the deal.
- Έκλεισε η συμφωνία.
- (μεταβατικό) κλείνω, τελειώνω ένα λάθος ή κάτι που δίνει σε κάποιον ένα αθέμιτο πλεονέκτημα
The loops for low casino income tax is closing.
- Κλείνει το παραθυράκι για χαμηλό φόρο εισοδήματος από τα καζίνο.
- (μεταβατικό & αμετάβατο, πληροφορική) κλείνω, σταματώ να χρησιμοποιώ πρόγραμμα ή αρχείο υπολογιστή
The application closed unexpectedly.
- Η εφαρμογή έκλεισε απρόσμενα.
- (αμετάβατο, οικονομία) κλείνω, αξίζει ένα συγκεκριμένο ποσό στο τέλος των δουλειών της ημέρας
The General Price Index closed at 1,000 points, registering a decline of 1%.
- O Γενικός Δείκτης Τιμών έκλεισε στις 1.000 μονάδες, σημειώνοντας πτώση 1%.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) μειώνω την απόσταση ή τη διαφορά μεταξύ δύο ανθρώπων ή πραγμάτων
We are working together to close the gap between the EU and the world leaders in this field.
- Συνεργαστούμε για να μειώσουμε το χάσμα μεταξύ της ΕΕ και των παγκόσμιων ηγετών στο πεδίο αυτό.
Παράγωγα
[επεξεργασία]
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | close |
συγκριτικός | closer |
υπερθετικός | closest |
close (en)
- κοντά στο χώρο ή στο χρόνο
close to school/home/the station - κοντά στο σχολείο/στο σπίτι/στο σταθμό
It’s close to midnight.
- Είναι κοντά μεσάνυχτα.
It’s closer than I thought.
- Είναι πιο κοντά από όσο υπολόγιζα.
The job is close to being done.
- Η δουλειά κοντεύει να τελειώσει.
- κοντά, στενός, ξέρω κάποιον πολύ καλά και μου αρέσει πολύ
They are very close to each other.
- Είναι πολύ κοντά ο ένας με τον άλλο.
They got closer to each other, they got to know each other better.
- Ήρθαν πιο κοντά ο ένας στον άλλον, γνωρίστηκαν καλύτερα.
a close friend - στενός φίλος
a close relationship - στενή σχέση
- στενός, κοντινός, είμαι δεμένος με κάποιον, για στενό συγγενικό δεσμό
a close relative - στενός συγγενής
We are close relatives.
- Είμαστε κοντινοί συγγενείς.
She is my close cousin.
- Είναι κοντινή μου ξαδέρφη.
He is very close to his mother.
- Είναι πολύ δεμένος με τη μητέρα μου.
Our closest relatives didn’t know about our wedding.
- Οι πλησιέστεροι συγγενείς μας δεν ήξεραν για τον γάμο μας.
- στενός, που ασχολείται πολύ με τη δουλειά ή τις δραστηριότητες κάποιου άλλου, συνήθως βλέπει και μιλάει μαζί του τακτικά
in close collaboration with someone - σε στενή συνεργασία με κάποιον
close monitoring/communication - στενή παρακολούθηση/επικοινωνία
- κοντά, σχεδόν σε μια συγκεκριμένη κατάσταση, πιθανό να κάνει κάτι σύντομα
We are very close to our goal.
- Είμαστε πολύ κοντά στο σκοπό μας.
We are close to the truth.
- Είμαστε/βρισκόμαστε κοντά στην αλήθεια.
The police are close to finding the killer.
- Η αστυνομία είναι κοντά στο δολοφόνο (στα ίχνη του).
He was close to crying.
- Κόντευε να κλάψει.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη near
Επίρρημα
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | close |
συγκριτικός | closer |
υπερθετικός | closest |
close (en)
- κοντά, κοντεύω, πλησιάζω
Don’t go too close.
- Μην πας πολύ κοντά.
Come closer.
- Έλα κοντύτερα.
If you live very close to an airport…
- Αν ζεις πολύ κοντά σ' ένα αεροδρόμιο…
It is getting close to Easter now.
- Κοντεύει Πάσχα τώρα.
We are getting close to land.
- Κοντεύουμε στη στεριά.
Come closer!
- Πλησιάστε!
It’s getting close to midnight.
- Πλησιάζουν μεσάνυχτα.
He’s getting close to his fifties.
- Πλησιάζει τα πενήντα.
Tell him to go close to the microphone.
- Πες του να πλησιάσει το μικρόφωνο.
She moved the table close to the window.
- Πλησίασε το τραπέζι στο παράθυρο.
Bring your chair closer.
- Πλησίασε την καρέκλα σου.
It comes close to perfection.
- Πλησιάζει την τελειότητα.
With each shot he got closer to the center of the target.
- Με κάθε βολή πλησίαζε περισσότερο το κέντρο του στόχου.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη near
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- close (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- close (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- close 2 (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- close 2 (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- close 2 (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 211, 463, 464. ISBN 9780194325684., λήμμα: δένω, κοντά, κοντεύω, κοντινός
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
close | closes |
close (fr)