closed

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

closed (en)

  1. κλειστός (για πόρτες, χώρους, δοχεία, βιβλία κλπ)
     συνώνυμα: shut
  2. (λογισμικό) εν συντομία το closed source (ο κλειστός κώδικας)
    ※  the class may be part of a closed 3rd-party library [1]
    «η κλάση μπορεί να είναι μέρος κλειστής βιβλιοθήκης τρίτων»

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

closed (en)

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. (αγγλικά) Proxy - Problem. Αρχειοθέτηση 2020-08-06. Πρόσβαση 2020-10-08.