class
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
class | classes |
class (en)
- η τάξη
- η τάξη, το μάθημα
- ↪ Let the class settle down.
- Άσε την τάξη να ηρεμήσει.
- ↪ The new teacher knew how to make his class fun for his students.
- Ο νέος δάσκαλος ήξερε πώς να κάνει το μάθημά του διασκεδαστικό για τους μαθητές του.
- ↪ Class has started, you cannot go into the classroom.
- Το μάθημα έχει αρχίσει δεν μπορείτε να μπείτε στην τάξη.
- ↪ In geometry class we learn about angles.
- Στο μάθημα της γεωμετρίας μαθαίνουμε για τις γωνίες.
- ↪ Let the class settle down.
- (αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) κλάση
- δείτε επίσης: Class (computer programming) στην αγγλική Βικιπαίδεια
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]μαθηματικά
πληροφορική - αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | class |
γ΄ ενικό ενεστώτα | classes |
αόριστος | classed |
παθητική μετοχή | classed |
ενεργητική μετοχή | classing |
class (en)