class

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
class classes

Προφορά[επεξεργασία]

 
 
 


Ρήμα[επεξεργασία]

class (en)

  1. κατατάσσω, ταξινομώ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

class (en)

  1. τάξη
  2. (αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) κλάση
    δείτε επίσης: Class (computer programming) στην αγγλική Βικιπαίδεια

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

(μαθηματικά)

(πληροφορική - αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • class στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια