classroom

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
classroom classrooms

Ετυμολογία [επεξεργασία]

classroom < class + room

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

classroom (en)

  • η σχολική αίθουσα, η αίθουσα ενός μαθήματος ή μιας τάξης
    Class has started, you cannot go into the classroom.
    Το μάθημα έχει αρχίσει δεν μπορείτε να μπείτε στην τάξη.

Πηγές[επεξεργασία]