Μετάβαση στο περιεχόμενο

κλειστός

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κλειστός η κλειστή το κλειστό
      γενική του κλειστού της κλειστής του κλειστού
    αιτιατική τον κλειστό την κλειστή το κλειστό
     κλητική κλειστέ κλειστή κλειστό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κλειστοί οι κλειστές τα κλειστά
      γενική των κλειστών των κλειστών των κλειστών
    αιτιατική τους κλειστούς τις κλειστές τα κλειστά
     κλητική κλειστοί κλειστές κλειστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κλειστός < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κλειστός (που μπορεί να κλείσει)[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /klisˈtos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κλειστός

Επίθετο

[επεξεργασία]

κλειστός, -ή, -ό

  1. για άνοιγμα ή πέρασμα που κλείστηκε, φράχτηκε ή μπλόκαρε και δεν επιτρέπει σε κάποιον ή κάτι να περάσει
    παράδειγμα  Έχουμε κλειστά τα παράθυρα το βράδυ για να μην μπούνε μέσα τα κουνούπια.
    παράδειγμα  Δεν κοιμάμαι με τις κουρτίνες κλειστές, μου αρέσει το πρωινό φως.
    παράδειγμα  Κλειστά τα βόρεια σύνορα από τις κινητοποιήσεις των φορτηγατζήδων.
  2. για κάτι στο οποίο η πρόσβαση ή η συμμετοχή είναι περιορισμένη
    κλειστά επαγγέλματα
  3. για γραφείο, κατάστημα, υπηρεσία κλπ. που δεν λειτουργεί για μικρό συνήθως χρονικό διάστημα
    παράδειγμα  Όταν πέρασα από το μαγαζί, ήταν κλειστό λόγω διακοπών.
  4. (μεταφορικά) μη κοινωνικός
     αντώνυμα: κοινωνικός
  5. (μεταφορικά) που δεν εκδηλώνει εύκολα σε άλλους τις σκέψεις του ή τα συναισθήματά του
     συνώνυμα: εσωστρεφής
     αντώνυμα: εξωστρεφής, κοινωνικός
    παράδειγμα  Είναι πολύ κλειστός τύπος αλλά παρόλο αυτό καλό παιδί.
  6. που τον κρατά μυστικό κάποιος, που δεν τον φανερώνει σε άλλους
    παράδειγμα  Κλειστά τα χαρτιά της κυβέρνησης όσον αφορά τις πρόσφατες διαπραγματεύσεις.
  7. (γλωσσολογία) (για ήχο) που προκαλείται από απότομο κλείσιμο και άνοιγμα του ρεύματος αέρα μέσα στο στόμα
     συνώνυμα: έκκροτος
    παράδειγμα  Τα σύμφωνα π, κ, τ είναι κλειστά  δείτε τον όρο κλειστό σύμφωνο

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]