occlusif
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | occlusif | occlusifs |
θηλυκό | occlusive | occlusives |
Επίθετο
[επεξεργασία]occlusif (fr)
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- occlusive ή consonne occlusive → δείτε τη λέξη occlusive